- βρίζομαι
- βρίζομαι, βρίστηκα, (σπάν.) βρισμένος βλ. πίν. 34——————Σημειώσεις:βρίζομαι : στην παθητική φωνή χρησιμοποιείται κυρίως με αξία αλληλοπάθειας (βρίζονται άσχημα μεταξύ τους).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αλληλοβρίζομαι — βρίζομαι από κάποιον και τού ανταποδίδω τις βρισιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + βρίζω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
σκυλοβρίζομαι — σκυλοβρίζομαι, σκυλοβρίστηκα βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: σκυλοβρίζομαι : δες σημείωση βρίζομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιυβρίζομαι — περιυβρίζω insult wantonly pres ind mp 1st sg περϊῡβρίζομαι , περιυβρίζω insult wantonly pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθυβρίζομαι — ἀνθυβρίζω abuseone another pres ind mp 1st sg ἀνθῡβρίζομαι , ἀνθυβρίζω abuseone another pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρίζομαι — ὑ̱βρίζομαι , ὑβρίζω wax wanton pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)